Η άρθρωση του ώμου, είναι η πιο ευάλωτη σε αστάθεια, λόγω της ευκινησίας που παρουσιάζει. Με τον όρο αστάθεια, εννοούμε τη γενικότερη τάση ενός ώμου να εξαρθρώνεται ή υπεξαρθώνεται προς μία ή περισσότερες κατευθύνσεις. Μερικοί άνθρωποι έχουν μεγαλήτερη πιθανότητα αστάθειας ώμου, λόγω της φυσιολογικής χαλαρώτητας των συνδέσμων τους.
Σε ορισμένους όμως ασθενείς με χαλαρές αρθρώσεις είναι δυνατό να εξαρθρωθεί ο ώμος με μικρή βία. Η κλασική θέση πρόσθιας εξάρθρωσης του ώμου είναι η απαγωγή και η έξω στροφή του βραχιονίου.
Η αστάθεια του ώμου μπορεί να συμβεί σαν αποτέλεσμα άμεσης βίας η πτώσης στο χέρι ή να είναι αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων κινήσεων που προκαλούν διάταση στους συνδέσμους, επιτρέποντας στην κεφαλή του βραχιονίου να κινηθεί μερικώς έξω απο την ωμογλήνη.
Συντηρητική θεραπεία με φυσικοθεραπεία
Εάν συμβεί ένα απότομο εξάρθρημα ο ώμος ακινητοποιείται σε ένα νάρθηκα για ένα χρονικό διάστημα που επιτρέπει να υποχωρήσει ο πόνος και η φλεγμονή. Ο χρόνος που το άνω άκρο θα πρέπει να ακινητοποιηθεί είναι 3 εβδομάδες, η οποία θα μειώσει την πιθανότητα της υποτροπής αστάθειας, αν και νεότερες μελέτες έχουν αποδείξει ότι αυτό δεν ισχύει απόλυτα. Επιπρόσθετα, το διάστημα της ακινητοποίησης δεν επηρεάζει τον κίνδυνο μελλοντικής υποτροπής. Έτσι, μετά την ακινητοποίηση, ένα σωστό πρόγραμμα φυσικοθεραπείας θα βοηθήσει στην επανάκτηση του εύρου κίνησης της άρθρωσης και θα ενδυναμώσει και θα σταθεροποιήσει τους μύες γύρο απο την άρηρωση.Εάν ο ασθενής είναι αθλητής το πρόγραμμα φυσικοθεραπείας συνεχίζεται έως ότου η δύναμη γίνει φυσιολογική και δεν υπάρχει πόνος ή ανησυχία του ασθενή για εξάρθρημα όταν το άνω άκρο βγει από την ακινητοποίηση. Η επιστροφή στον αθλητισμό γίνεται τότε δυνατή. Παρόλα αυτά υπάρχει τότε ένα ρίσκο υποτροπής της αστάθειας ειδικά σε νέους άρρενες αθλητές. Η ακινητοποίηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσει ένα αίσθημα ασφάλειας στον αθλητή, αλλά δεν υπάρχει απόδειξη ότι το γεγονός αυτό θα αποτρέψει ένα άλλο επεισόδιο αστάθειας.
Επεμβατική σταθεροποίηση της αστάθειας του ώμου
Η χειρουργική σταθεροποίηση έχει ένδειξη όταν η αστάθεια υποτροπιάζει και αποτελεί ένα χρόνιο πρόβλημα. Η απόφαση για χειρουργική αποκατάσταση μετά από ένα αρχικό επεισόδιο πρέπει να γίνει λαμβάνοντας υπόψη έναν αριθμό ενδείξεων. Εάν έχει προηγηθεί ένα κάταγμα της γλήνης το οποίο παραμένει παρεκτοπισμένο τότε η επέμβαση έχει ένδειξη για την αποκατάσταση της σταθερότητας και της συνέχειας της άρθρωσης. Σε απουσία κατάγματος πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ατομικός κίνδυνος αστάθειας και πώς αυτός επηρεάζει τις αθλητικές ή γενικότερα τις δραστηριότητες του ασθενούς. Εάν ένας αθλητής είναι νέος σε ηλικία και εάν έχει εμπλακεί σε σωματική επαφή όπως π.χ. σε ένα μαχητικό άθλημα πρέπει να γίνει σαφές ότι η συντηρητική αποκατάσταση μπορεί να τον θέσει σε κίνδυνο για ένα δεύτερο εξάρθρημα και αν αυτό συμβεί κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου τότε αυτό μπορεί να σημαίνει το τέλος της αγωνιστικής περιόδου για τον αθλητή. Μια εναλλακτική σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να ήταν να γίνει η χειρουργική αποκατάσταση εκτός αγωνιστικής περιόδου με αποτέλεσμα να διασφαλιστεί ένας μικρότερος κίνδυνος αστάθειας στην επακόλουθη αγωνιστική περίοδο.